Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

Φαιδρή συνωνυμία

Διαβάζουμε ποίηση, παίζουμε μουσική και ενίοτε γινόμαστε γλυκεροί. Εκεί είναι που πρέπει να αντισταθούμε: "στα γλυκερά τραγούδια". Στους θρήνους ίσως όχι τόσο. Η ερώτηση είναι μία και μοναδική και πάντα αφορά στην ευτυχία. Κατά καιρούς , εισέρχονται στον ευρύτερο κύκλο άλλοι ομοειδείς. Και προσοχή, μιλάμε αυστηρά με βιολογικούς όρους. Είναι η λεπτή γραμμή που χωρίζει το background από τους επίδοξους πρωταγωνιστές ή, έστω, δευτεραγωνιστές, καθ' ότι ο πάγκος πάντα βαρετός. Εμείς νονοί και κάτοχοι λεπίδας και καρπού. Ονοματοθέτες, βαφτίζουμε τον εξεταζόμενο γελωτοποιό, ενοχλητικό κώνωπα, φίλο, χρήσιμο αλλά κατά τα άλλα αδιάφορο ή απελάσιμο. Έτσι πορεύεται κανείς. Αντανακλαστικά, όπως ο βλωμός κατευθύνεται προς το δωδεκαδάκτυλο. Η απορρόφηση επιλεκτική. Αλλά το κριτήριο ενίοτε χωρίς επίδραση βούλησης. Να ακόμα ένα μεγάλο ζήτημα. "Να", όπως λέμε "Και να, καινά κενά!", είναι η σαφής απόκριση του κυνικού που πάντοτε εμφωλεύει. Καθίσταμαι συνδαιτημών με τρόπους κατσικίσιους και επανέρχομαι: το ερώτημα παραμένει ένα και μέγα. Όχι όπως ο κόσμος, στα χαρτιά. Όπως η ταλάντωση του τυμπανικού υμένα (όχι τι ακούς, μόνο η ταλάντωση ενέχει απόλυτη αλήθεια). Όπως το χώμα και το νερό, χωρίς τη μεταφυσική διάσταση. Τέτοια είναι η απέραντη ισχύς της λάσπης. Επαναλαμβανόμενη ερώτηση, λοιπόν, επίμονη, που δεν ξεδιψά με τις θάλασσες του κόσμου. Στον δρόμο, όλο και κάτι μαθαίνεις, βέβαια. Και δε μιλώ για ξεσκισμένες Ιθάκες. Τι να το κάνω το ταξίδι, αν η Πηνελόπη μοιχεύει με τους μνηστήρες εν τη απουσία μου; Μιλώ για το ελάχιστο. Το λίγο, απέναντι στο οποίο η πλειονότητα των οφθαλμών έχει πάθει ανοσία. Μία από τις παράπλευρες γνώσεις δωματίου είναι και η χθεσινή. Τρία πρόσωπα. Το κάθε ένα κλεισμένο σε διαφορετικό υλικό. Στον καμβά, στο χαρτί, στο ζωντανό και ενίοτε παλλόμενο φόντο. Ο Μέγας Αυνανιστής, έργο του τυπικώς (ή ατύπως κατά παριπτώσεις) αποκλίνοντος. Περήφανος ψυχασθενής και παθιασμένος, ένδοξα επιβεβαιώνει την οπτική του ταξινόμου. Ο Ανδρέας Σπερχής στο κατάστρωμα, να ψελλίζει ένα γυναικείο όνομα, πριν και μετά την εκσπερμάτωση. Ερωτευμένος, δειλός ίσως, μπορεί και ρεαλιστής αδίκως κατηγορούμενος, μα πάντα καυλοπυρέσσων. Και, τέλος, ο μαλάκας που, απλά, χαρακτηρίζεται ως "άλλος ένας".
Αλλά τι να περιμένει κανείς από τους λεξικογράφους; Ετούτοι ήτανε πάντα τους απλοί αναμεταδότες.

Τρίτη 5 Αυγούστου 2008

Δεν μπορώ

να σταματήσω τον χρόνο. Δεν μπορώ ούτε καν να καταλάβω την ουσία του. Μπορώ μόνο να τον αφιερώσω. Ενίοτε και να τον κατανείμω. Σπαστές διακοπές φέτος. Ξαναφεύγω για λίγο. Ο βάρβαρος δεν ξέρει να μιλά για τέχνη. Καταλαβαίνει, όμως (αν και όχι σε βάθος), τι του αρέσει και τι όχι. Έτσι έχει γίνει η επιλογή των έργων που θα αναρτηθούν τις προσεχείς ημέρες. Αυθορμήτως. Έκλεψα λίγο, έχοντας ως κριτήριο κατά περιπτώσεις την ύπαρξη καπνοσύριγγας. Αλλά και πάλι μου αρέσουν. Και, ειλικρινώς, αυτό το "μου αρέσουν" ενέχει απέραντη αθωότητα.

Καλές διακοπές, Βαρβαριστί, τσίου!


Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

O τέταρτος που έφτασε δεύτερος

Στην ουσία πρόκειται για δευτερογενή προσθήκη. Το νεότερο μέλος της συντροφιάς ήρθε τελευταίο στην παρέα. Αλλά οι Γάλλοι τον καθιέρωσαν ως ισάξιο συμπολεμιστή. Πέρσι αγόρασα τον ιερέα. Στα φετινά γενέθλια ήταν η καλή μου που πήρε -ως πάντα- πρωτοβουλία. Η ιστορία γνωστή. Βολτίτσα στο κέντρο και 2 βήματα επιλογής. Ο τελικός λόγος ανήκει σε εκείνη. Αυτή τη φορά υπήρξε μια διαφοροποίηση. Ενώ χάζευα τα γνωστά σχέδια (παραλλαγές του billiard κυρίως σε αμμοβολή), μου παρουσίασε τον νεαρό επίδοξο (και εν τέλει επάξιο) σωματοφύλακα. Ιδού ο Rusticated D’ Artagnan:









Η δεύτερη BC της σειράς Les Mousquetaires. Και το σπαθάκι στο επιστόμιο είναι από τα ωραία μπιχλιμπίδια της.
Το χρώμα της δεν είναι μαύρο, όπως του Aramis, αλλά βαθύ μπορντώ. Πάλι σκαλιστή, καθώς στη συγκεκριμένη σειρά, το rustication μου αρέσει περισσότερο από το λείο φινίρισμα. Δυστυχώς η θήκη βιβλιαράκι έρχεται μόνο με τις λείες, αλλά το αισθητικό αποτέλεσμα με παρηγορεί.

Εξάλλου, τώρα με το καινούριο αυτοσχέδιο rack έχω πολλές θέσεις για τον θρασύτατο νεανία που εισέβαλε στη συλλογή μου και κομπάζει πλάι στα κλασικά μου billiards. Το σχήμα του είναι όντως πρωτότυπο. Ομοιάζει με πλώρη.



Χοντρά τοιχώματα εξασφαλίζουν χαμηλές θερμοκασίες.


Ακόμα στα πρώτα του καπνίσματα, δεν έχει βρει προφανώς την αληθινή αγάπη. Άλλωστε είναι πολύ νέος ακόμα. Κάτι μου λέει ότι θα κάνει καλή παρέα με τον ιερέα συνάδελφο. Ακόμα ένας. Οι υπόλοιποι δύο δεν μου άρεσαν παλιά, αλλά τώρα το μικρόβιο της πληρότητας έχει αρχίσει να δουλεύει και σε αυτό το μέτωπο. Για ακόμη μια φορά οι Γάλλοι δικαιολογούν τη συμπάθεια που τους έχω. Λίγο βαρύς ο νέος, βέβαια, αλλά ποτέ μου δεν θέλησα να δαγκώσω έναν σωματοφύλακα (το εν λόγω βίτσιο δεν υπάρχει καν στο DSM-IV ή στο ICD-10). Αυτήν την περίοδο περνά εκπαίδευση, η οποία περιλαμβάνει στρώσιμο με ένα χαρμάνι Burley-VA. Ελπίζω να μην ξεχάσει την αποστολή του. Έχει άλλωστε ορκιστεί να με υπηρετεί.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

Μαγαζάτορες

Το θέμα είναι οι μαγαζάτορες. Στην Ελλάδα το σπορ δεν είναι διάσημο. Αυτό έχει πολλές συνέπειες. Καταρχάς η πίπα θεωρείται είδος πολυτελείας και το κάπνισμά της αντιμετωπίζεται βάσει στερεοτύπων από τους περισσότερους μη γνωρίζοντες. Για να καπνίσεις δηλαδή στην Ελλάδα, πρέπει να έχεις πολλές άσπρες τρίχες στο κεφάλι, γενειάδα, να είσαι ναυτικός, φιλόσοφος ή λογοτέχνης και να έχεις ζαλιστεί από τους πολλούς κύκλους γύρω από τον ήλιο. Ένας άλλος μύθος είναι ότι το σπορ είναι ακριβό. Κάτι άλλο που δυσκολεύει την κατάσταση είναι ότι δεν υπάρχει σοβαρός οργανωμένος σύλλογος καπνιστών πίπας στην Ελλάδα. Έτσι, ο εν δυνάμει φουμαροκαπνοσυριγγιστής αποτελεί έρμαιο του εκάστοτε μαγαζάτορα. Δεν ξέρει τι να προσέξει σε μια υποψήφια προς αγορά πίπα, πέραν της εμφάνισής της. Επίσης, δε γνωρίζει σε ποιο εύρος κινούνται οι τιμές για συγκεκριμένες φίρμες και μοντέλα.

Ο επίδοξος πιπόβιος, λοιπόν, εκτός από την ειρωνεία των γύρω του, έχει να αντιμετωπίσει ένα μεγαλύτερο πρόβλημα. Δεν ξέρει από που να αρχίσει. Όταν ξεκίνησα να φτιάχνω τη μικρή μου συλλογή, βρισκόμουν σε πλήρες σκότος. Οι λούμπες αρκετές και έχουσες την ίδια επίδραση που έχει το φως στα νυκτόβια μαμούνια. Ένας ενθουσιώδης επίδοξος φουμαροκαπνοσυριγγιστής δεν χρειάζεται πολλά για να τσιμπήσει. Λίγη κουβεντούλα και αμέσως αισθάνεται ότι μιλά με έναν γνώστη, με τον οποίο μοιράζονται το ίδιο πάθος. Σαφώς και με προδιαθέτει θετικά το να αντιμετωπίζεται η καπνοσύριγγα ως ιδιαίτερο αντικείμενο και όχι ως ένα απλό προϊόν, αλλά τα περί αυτής φούμαρα με ενοχλούν.


Και προκύπτει αβίαστα το αντεπιχείρημα: "Τι σε κόφτει και γιατί μουρμουράς? Ελεύθερη αγορά είναι και καθείς πουλά και αγοράζει όσο γουστάρει."


Σαφώς, καμμια αντίρρηση. Αλλά ας μιλήσουμε με παραδείγματα. Πρώτο παράδειγμα. Βρίσκω τις ίδιες πίπες σε τρία καταστήματα, τα οποία διαθέτουν περίπου ίδιας ποσότητας και ποιότητας στοκ. Προσοχή, δε μιλάμε για ψευτοκυριλέ καταστήματα που απευθύνονται σε wannabe άνδρες της χρονιάς. Εκεί βρίσκει κανείς γύρω στις 30-40 πίπες και fancy πουροκόφτες. Μιλάμε για καταστήματα με αξιοπρεπή συλλογή σε κεντρικά σημεία της Αθήνας. Η ίδια ακριβώς πίπα, λοιπόν, έχει διαφορά περίπου 30% στην τιμή. Αυτό συμβαίνει για πάρα πολλά μοντέλα, ώστε να είναι σύμπτωση. Αλλά ας πάρουμε μόνο μια συγκεκριμένη εταιρία. Τσέκαρα τις τιμές για 3-4 σειρές της εταιρίας αυτής και στα τρία καταστήματα. Η απόκλιση έφτανε ως και το 30%. Σε κάθε περίπτωση, στα 2 από αυτά η οιαδήποτε πίπα ήταν ακριβότερη απ' ότι στο τρίτο. Ο προμηθευτής της συγκεκριμένης εταιρίας είναι ένας και μοναδικός στην Ελλάδα. Τα τρία καταστήματα προμηθεύονται σχετικά μεγάλες ποσότητες κάθε φορά (μιλάμε για ολόκληρες σειρές). Το λογικό συμπέρασμα είναι ότι το κόστος είναι παρόμοιο και για τους τρεις καταστηματάρχες. Επίσης και οι τρεις έχουν κέρδος. Αν, λοιπόν, ο φτηνότερος έχει ένα καλό κέρδος, τότε οι άλλοι δύο έχουν ένα πολύ καλό κέρδος, γεγονός που ίσως χαρακτηριστεί από κάποιον αισχροκέρδεια. Πάμε στο δεύτερο παράδειγμα. Μπαίνω σε ένα μικρό μαγαζάκι, λέγοντας ότι θέλω να αγοράσω μερικούς καπνούς και να χαζέψω πίπες. Διαλέγω τους καπνούς μου, χαζεύω τις πίπες και αποφασίζω να αγοράσω μόνο τους πρώτους. Ο μαγαζάτορας σχεδόν διαμαρτύρεται, επειδή του είπα ότι "θα αγοράσω πίπες". Οπότε, λέω να παίξω κι εγώ, να δω τι καπνό φουμάρει. Του εκφράζω επιτηδευμένα τον θαυμασμό μου για μια συγκεκριμένη και ρωτώ τιμή. Αφού μου ρίχνει μια διερευνητική ματιά (μάλλον για να μετρήσει το πόσο βλάκας είμαι) μου λέει 120 ευρώ για μια πίπα που λίγο πιο μακριά πουλιέται 60. Και δεν κοίταξε το ταμπελάκι (διότι εκεί άλλη τιμή έγραφε) αλλά έμένα, για να αποφασίσει την τιμή που θα μου πει. Αυτό είναι αισχροκέρδεια, χωρίς αμφιβολίες.
Έχω κατά καιρούς αναφέρει κάποιους καταστηματάρχες μέσα στο ιστολόγιο. Ο ένας δεν μου έχει κάνει ποτέ έκπτωση. Αλλά παραμένει μακράν εκείνος με την πλουσιότερη συλλογή και τις χαμηλότερες τιμές (απ' όσο το έχω ψάξει). Είναι εξαιρετικά εξυπηρετικός, ευγενής και φιλόξενος. Ο άλλος μου κάνει την ίδια έκπτωση που κάνει και σε όσους φίλους συστήνω το κατάστημά του. Είναι επίσης πολύ φιλικός και ντόμπρος στις συναλλαγές μας. Κανείς από αυτούς δεν είναι συγγενής ή φίλος μου. Επειδή έχω δει αρκετές φάμπρικες να ξεπηδούν στο όνομα της "αδελφοσύνης της ερείκης", κρατάω μερικές πισινές. Είναι καθησυχαστικό να ξέρω ότι και οι δύο μεριές (εγώ ως αγοραστής και εκείνοι ως καταστηματάρχες) κατανοούν τον συνδετικό κρίκο. Αυτός συνίσταται στην υγιή σχέση εμπόρου-καταναλωτή. Σε τίποτε άλλο.

Οι καπνιστές πίπας είναι άνθρωποι όπως όλοι οι άλλοι. Δεν είναι υπεράνω χρημάτων. Ο τελικός στόχος είναι η υπέρτατη καπνιστική απόλαυση. Ένας από τους βραχυπρόθεσμους στόχους είναι η εύρεση του βέλτιστου λόγου τιμής/απόδοσης. Τους παλιούς δεν τους ενδιαφέρει αυτό το κείμενο. Εκείνοι ξέρουν τι αγοράζουν (ελπίζω). Το κείμενο αυτό θα ενδιέφερε εμένα μερικά χρόνια πριν. Όχι ως μπούσουλας αγοράς. Κυρίως ως σύσταση εγκράτειας.