Πήγα Σύνταγμα. Αναρωτιέμαι αν έχει όντως νόημα. Είναι τα τηλεοπτικά σποτάκια με τις φωτιές και τα βιολιά στο background, οι γενικώς θυμωμένοι και αναπόδραστα καυλωμένοι έφηβοι, οι κουρασμένοι αριστεροί, οι επαγγελματίες επαναστάτες, τα κομματοσκυλάκια των φοιτητικών παρατάξεων που ονειρεύονται να γίνουν κομματόσκυλα, οι χαβαλετζήδες, οι παραμυθιασμένοι και μη οικολόγοι, οι χαφιέδες που κάνουν μπαμ από χιλιόμετρο και άπειροι άλλοι χαρακτήρες σε ένα όχι και τόσο όμορφο και καθόλου πολύχρωμο, επί της ουσίας ελάχιστα πλουραλιστικό συνονθύλευμα. Εντός του υπάρχω.
Και σήμερα σπάω το κεφάλι μου να βρω αν έχει νόημα να καταγράφω το θυμό μου. Ανήκω στη μεγάλη μερίδα. Έπαθα ό,τι έπαθαν όλοι. Αγανάκτηση, θλίψη, συμπόνια και τα ρέστα. Βέβαια, με μέτρο. Είναι εξαιρετικά εύκολη η μετάβαση μεταξύ ακραίων συναισθημάτων, όταν δε συμβαίνει κάτι σε σένα. Η ευκολία αυτή αποτελεί ένδειξη για το πόσο κοντά στο άκρο ήταν τελικά τα συναισθήματα της μαυρίλας. Το μόνο παρήγορο είναι ότι κατά βάθος το ξέρεις και αυτοπεριορίζεσαι όσον αφορά στις φανφάρες.
Ό,τι ακριβώς και να συμβαίνει (γιατί στο περίπου πάντα ξέρω), ακόμα δεν έχω καταλήξει. Δεν μπορώ ακριβώς να μετανιώσω. Είναι χειρότερη η κατάσταση. Δεν ξέρω αν πρέπει να μετανιώσω ή όχι. Μπα, ούτε αυτό είναι. Διότι, δε μετανιώνεις, αφού σκεφτείς αν πρέπει ή όχι. Συνήθως μετανιώνεις αυθόρμητα και μέσω διαδικασιών που δύσκολα αναλύονται σε μονομερή. Δεν μπορώ να καταλάβω αν μετανιώνω ή όχι. Χέσε μέσα. Αυτά παθαίνεις αν έχεις έστω και ελάχιστο ελεύθερο χρόνο. Σβήνει και η άτιμη η fe.ro συνέχεια. Είναι μια πικρή ιστορία που σίγουρα θα γράψω αργότερα.
Αλλά όλο αυτό το σκόρπισμα δεν είναι αυτοφυές. Είχα ερεθίσματα. Καταρχάς κάποια blogs, όπου διάβασα πόσο μαλάκας (ή έστω κοινότοπος) είναι κάποιος που αναμασά τα ίδια και τα ίδια δακρύβρεχτα κλισέ. Μέχρι εκεί είχα και ένα αντεπιχείρημα: από τη στιγμή που ακούς ανθρώπους να λένε ότι δεν έγινε και τίποτα, μάλλον πρέπει να πεις το αυτονόητο , όσο κλισέ και αν γίνεσαι. Εκτός αυτού, γράφω ό,τι μου κατέβει και το μόνο κοινό που έχω με τον Guevara είναι τα σποραδικά γένεια.
Αλλά υπήρξε και μια δεύτερη αφορμή:
Στο Σύνταγμα, περιπατητής ων, βρέθηκα πλευρικώς δύο καλοβαλμένων κυριών περί τα 40 και ακούσια έλαβα τη θέση του λαθρακουστή. Φορώντας μαύρα, εμφανώς καταβεβλημένη από θλίψη και σιωπηρά αγανακτισμένη, κάνοντας το χρέος της απέναντι στους δυστυχείς συνανθρώπους μας που κάηκαν (μερικοί από αυτούς στην κυριολεξία), η μία εκ των δύο λέει στη φίλη της, αναφερόμενη στο ζήτημα της αλλοδαπής οικιακής βοηθού: "Πρέπει να τους παίρνεις από νωρίς τα διαβατήρια, αλλιώς, στο εξάμηνο μπορεί να σου φύγουν -δεν τους ξέρεις τι άνθρωποι είναι αυτοί;- εγώ αυτό κάνω".
Πάλι έσβησε η γαμημένη η fe.ro!
Και σήμερα σπάω το κεφάλι μου να βρω αν έχει νόημα να καταγράφω το θυμό μου. Ανήκω στη μεγάλη μερίδα. Έπαθα ό,τι έπαθαν όλοι. Αγανάκτηση, θλίψη, συμπόνια και τα ρέστα. Βέβαια, με μέτρο. Είναι εξαιρετικά εύκολη η μετάβαση μεταξύ ακραίων συναισθημάτων, όταν δε συμβαίνει κάτι σε σένα. Η ευκολία αυτή αποτελεί ένδειξη για το πόσο κοντά στο άκρο ήταν τελικά τα συναισθήματα της μαυρίλας. Το μόνο παρήγορο είναι ότι κατά βάθος το ξέρεις και αυτοπεριορίζεσαι όσον αφορά στις φανφάρες.
Ό,τι ακριβώς και να συμβαίνει (γιατί στο περίπου πάντα ξέρω), ακόμα δεν έχω καταλήξει. Δεν μπορώ ακριβώς να μετανιώσω. Είναι χειρότερη η κατάσταση. Δεν ξέρω αν πρέπει να μετανιώσω ή όχι. Μπα, ούτε αυτό είναι. Διότι, δε μετανιώνεις, αφού σκεφτείς αν πρέπει ή όχι. Συνήθως μετανιώνεις αυθόρμητα και μέσω διαδικασιών που δύσκολα αναλύονται σε μονομερή. Δεν μπορώ να καταλάβω αν μετανιώνω ή όχι. Χέσε μέσα. Αυτά παθαίνεις αν έχεις έστω και ελάχιστο ελεύθερο χρόνο. Σβήνει και η άτιμη η fe.ro συνέχεια. Είναι μια πικρή ιστορία που σίγουρα θα γράψω αργότερα.
Αλλά όλο αυτό το σκόρπισμα δεν είναι αυτοφυές. Είχα ερεθίσματα. Καταρχάς κάποια blogs, όπου διάβασα πόσο μαλάκας (ή έστω κοινότοπος) είναι κάποιος που αναμασά τα ίδια και τα ίδια δακρύβρεχτα κλισέ. Μέχρι εκεί είχα και ένα αντεπιχείρημα: από τη στιγμή που ακούς ανθρώπους να λένε ότι δεν έγινε και τίποτα, μάλλον πρέπει να πεις το αυτονόητο , όσο κλισέ και αν γίνεσαι. Εκτός αυτού, γράφω ό,τι μου κατέβει και το μόνο κοινό που έχω με τον Guevara είναι τα σποραδικά γένεια.
Αλλά υπήρξε και μια δεύτερη αφορμή:
Στο Σύνταγμα, περιπατητής ων, βρέθηκα πλευρικώς δύο καλοβαλμένων κυριών περί τα 40 και ακούσια έλαβα τη θέση του λαθρακουστή. Φορώντας μαύρα, εμφανώς καταβεβλημένη από θλίψη και σιωπηρά αγανακτισμένη, κάνοντας το χρέος της απέναντι στους δυστυχείς συνανθρώπους μας που κάηκαν (μερικοί από αυτούς στην κυριολεξία), η μία εκ των δύο λέει στη φίλη της, αναφερόμενη στο ζήτημα της αλλοδαπής οικιακής βοηθού: "Πρέπει να τους παίρνεις από νωρίς τα διαβατήρια, αλλιώς, στο εξάμηνο μπορεί να σου φύγουν -δεν τους ξέρεις τι άνθρωποι είναι αυτοί;- εγώ αυτό κάνω".
Πάλι έσβησε η γαμημένη η fe.ro!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου