Ο μικρός Δημητράκης γεννιέται. Χαρές και πανηγύρια. Ο παππούς Δημήτρης σφάζει πέντε αρνιά. Πρώτος ο Δημητράκης στον παιδικό σταθμό, ζωγραφίζει πιο ωραία από τα άλλα παιδάκια στο νήπιαγωγείο, όλο Α παίρνει στο Δημοτικό, Σημαιοφόρος στο Γυμνάσιο. Στο Λύκειο σοβαρεύει, μιλάει με τις ώρες με τον μπαμπά του και προσπαθεί να πάρει μια απόφαση μεταξύ της Νομικής και της Ιατρικής. Αν γεννιόταν χρόνια πριν, θα γινόταν πολιτικός μηχανικός. Αλλά το επάγελμα έχει αρχίσει να χάνει τις μετοχές του τελευταίως (έχεις ακούσει ποτέ να αναφωνεί κανείς με δέος "πολιτικέ μηχανικέ μου?"). Σκίζεται, απαρνιέται τον οιονδήποτε μηχανισμό σκέψης και αποστηθίζει μετά μανίας μη έγκυρη γνώση. Ημέρες εξετάσεων. Γαντζωμένοι γονείς στα κάγκελα. Η έκφραση του εξεταζόμενου καθώς πλησιάζει την πόρτα, λευκά ή μαύρα πανιά. Το μόνο που λείπει είναι το πέλαγος από κάτω. Μαύρο καλοκαίρι, γεμάτο γνήσια αγωνία. Σεπτέμβρης και το φιρμάνι αναρτάται. Η ώρα της κρίσεως. Σε μία στιγμή μέσα ξεδιαλέγονται οι αμνοί από τα ερίφια. Όσο είσαι υποψήφιος έχεις το πλεονέκτημα του εν δυνάμει μεγαλείου. Μόλις κριθεί το αποτέλεσμα, όλοι γίνονται αυτομάτως αμνησικοί. Ευτυχώς ο μικρός Δημητράκης κατατάσσεται στα πρόβατα. Στη δημοτική ο τίτλος χτυπάει άσχημα, για αυτό αποφασίζει να μιλάει επιλεκτικά σε αρχαΐζουσα. Κι άλλες χαρές και πανηγύρια. Ο μικρός γρύλλος όλο και βραχνιάζει. Αλλά αυτό δεν απασχολεί κανέναν. Έτσι ο γρύλλος μετονομάζεται σε μαμούνι. Και τότε είναι η ώρα της εξαργύρωσης. Λαμπερές καραμούζες με αντάλλαγμα τον απωλεσθέντα κοινό νου. Έτσι κι αλλιώς οι μηχανισμοί σκέψης είχαν αρχίσει να σκουριάζουν (η στείρα πληροφορία απαιτεί χώρο, βλέπεις). Πέφτουν οι υπογραφές και η ζωή ανοίγεται μπροστά του. Στα ψιλά γράμματα καθίστανται σαφή δευτερεύοντα ζητήματα, όπως αυτό της προκαθορισμένης πορείας. "Οι ράγες", σκέφτεται, "θα με βοηθήσουν να κρατήσω σταθερή πορεία - άσε που τις βρήκα κι έτοιμες και δε θα κουραστώ να φτιάξω δικές μου". Κάποια στιγμή τα είδωλα γκρεμίζονται δίπλα του, αλλά εκείνος προτιμά να φορά ωτασπίδες. Έτσι δεν μολύνει τα αφτιά του με τους γύρω κρότους. Αντιθέτως, κάνει μια μυστική συμφωνία με τον εαυτό του και αποφασίζει να εξαργυρώσει τον άγονο χρόνο. Θέτει τους κανόνες του και τους εφαρμόζει στον μικρό προσωπικό του κόσμο, ταυτίζοντας τον τελευταίο με το όλον. Ανακηρύσσει τις ασθενείς συνάψεις του νομοθέτες και ορίζει την καθολική ηθική. Από εκεί και πέρα τίποτα. Καμμιά αλλαγή. Απολύτως τίποτα. "Μόνιμη ευτυχία χωρίς εκπλήξεις!", σκέφτεται και αγαλλιάζει. Τον Κατσαρό ούτε που τον έχει ακούσει. Κι σε εκείνο το "αντισταθείτε" της Διαθήκης, καθίσταται παροδικά αφασικός. Σιγά-σιγά θέτει cut-off score για τους συνομιλητές. Ρακένδυτοι Ανθρωπίδες απορούν, καθώς ο μπαμπουίνος με την υπέρλαμπρη φορεσιά τους αφορίζει με ρεπερτόριο λιγοστών κραυγών. Με αυτόν τον τρόπο ο μικρός Δημητράκης παραμένει εσαεί σε ηλικία προεφηβική. Τα υποκοριστικά επιμένουν κατά βάθος. Χαμογελούν κρυφίως πίσω από τους μακροσκελείς τίτλους. Το προσδόκιμο ζωής φαντάζει αιωνιότητα, όταν ψάχνεις συνεχώς τα φανταστικά κλεμμένα σου παιχνίδια. Ειδικά όταν οι υποψήφιοι ανήλικοι ληστές δεν υπάρχουν σε ακτίνα χιλιομέτρων. Είναι μόνος. Και πολύ γερασμένος πια για να σπάσει το τσόφλι.
ΥΓ: Πριν λίγο καιρό γνώρισα τον μικρό Δημητράκη. Οι μνημονικοί μου νευρώνες αρνήθηκαν να τον δεχτούν. Έτσι αγγάρεψα του όρχεις μου.
2 σχόλια:
Δεν αντιλαμβάνομαι τους υπαινιγμούς σου, φοιτητάριον.
Παπαχατζηχαραλάμπους, χημικός.
Το-νιο-νιο, φίλε μου.
Είναι η ανωτερότητα δωματίου, μόνο ο κάτοχός της την αναγνωρίζει.
Δημοσίευση σχολίου